ΚΥΣΤΕΙΣ ΩΟΘΗΚΗΣ
Οι ωοθηκικές κύστεις είναι ένα από τα συχνότερα γυναικολογικά προβλήματα. Αφορά τόσο τις γυναίκες της αναπαραγωγικής ηλικίας όσο και τις εμμηνοπαυσιακές.
Συνήθως αποτελούν τυχαίο εύρημα. Όταν προκαλούν συμπτώματα, υπάρχει πόνος, αίσθηση βάρους ή πίεσης στην κοιλιά. Ο πόνος ποικίλει σε ένταση. Συχνά εμφανίζεται κατά τη σεξουαλική επαφή ή την έντονη σωματική άσκηση. Μπορεί να παρατηρηθεί επίσης διαταραχή στην περιόδο, άλλοτε σαν καθυστέρηση και άλλοτε σαν αυξημένη ποσότητα του αίματος.
Το μεγαλύτερο μέρος από αυτές είναι απλές κύστεις. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά ωοθυλάκια που δεν οδηγήθηκαν σε ωορρηξία και δεν μπόρεσαν τελικά να «σπάσουν».
Άλλες καλοήθεις κύστες ωοθηκών είναι:
Α) Τα ενδομητριώματα, επίσης γνωστά ως «σοκολατοειδείς κύστεις» (επειδή περιέχουν παλαιό αίμα), που προκαλούνται από την παρουσία ενδομητρικού ιστού εκτός μήτρας και πιο συγκεκριμένα πάνω στην ωοθήκη. Συνήθως εμφανίζονται μεταξύ 25 και 35 ετών, αλλά υπάρχει περίπτωση να εμφανιστούν και σε νεαρότερες ηλικίες.
Β) Οι αιμορραγικές κύστεις εμφανίζονται όταν συγκεντρώνεται μέσα σε αυτές αίμα, από τη ρήξη κάποιου αγγείου στο τοίχωμα της κύστης. Οι περισσότερες απορροφώνται μόνες τους, χωρίς να χρειαστούν χειρουργείο. Χειρουργική αντιμετώπιση χρειάζονται αυτές που αυξάνουν πολύ σε μέγεθος, ή όταν η αιμορραγία είναι μεγάλη με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή της ασθενούς.
Γ) Οι δερμοειδείς κύστεις αποτελούν περίπου το 20% όλων των ωοθηκικών κύστεων. Είναι καλοήθεις, και το μέγεθός τους κυμαίνεται από 5-15cm περίπου. Οι κύστες αυτές πρέπει να αφαιρούνται, καθώς υπάρχει πιθανότητα κακοήθους εξαλλαγής περίπου 2%.
Η διαγνωστική προσέγγιση αρχίζει με την κλινική εξέταση, που παρέχει σημαντικές πληροφορίες. Το διακολπικό υπερηχογράφημα και το έγχρωμο Doppler αποτελούν την απεικονιστική μέθοδο πρώτης γραμμής. Σπανιότερα, μπορεί να χρησιμοποιηθούν η μαγνητική (MRI) και η υπολογιστική τομογραφία. Οι καρκινικοί δείκτες (εργαστηριακές εξετάσεις αίματος), έχουν επίσης συμβολή στη διάγνωση.
Η αντιμετώπιση των κύστεων ωοθήκης περιλαμβάνει την παρακολούθηση, τη φαρμακευτική θεραπεία και τη χειρουργική αντιμετώπιση. Ο τρόπος αντιμετώπισης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Οι σημαντικότεροι παράγοντες περιλαμβάνουν το μέγεθος, τον τύπο της κύστης και την ηλικία της γυναίκας. Σημαντικό ρόλο παίζει και το εάν η γυναίκα έχει ολοκληρώσει ή όχι τον αναπαραγωγικό της προγραμματισμό.
Σε νεαρές γυναίκες με λειτουργικές κύστεις ωοθηκών, χωρίς συμπτώματα, είναι αρκετή η απλή παρακολούθηση. Δεν χρειάζεται άλλη θεραπευτική παρέμβαση. Τα αντισυλληπτικά χάπια χρησιμοποιούνται από πολλούς ιατρούς, ακόμα και σήμερα, αλλά δεν φαίνεται να προσφέρουν κάτι σημαντικό. Είναι όμως σίγουρο ότι τα αντισυλληπτικά χάπια προστατεύουν από την εμφάνιση νέων λειτουργικών κυστών ωοθήκης.
Η χειρουργική αντιμετώπιση είναι αναγκαία όταν:
– οι κύστεις δεν υποχωρούν
– προκαλούν συμπτώματα
– είναι ύποπτες για κακοήθεια.
Η χειρουργική αντιμετώπιση περιλαμβάνει δυο μεθόδους:
Α) την ανοιχτή (λαπαροτομία)
Β) την κλειστή (λαπαροσκοπική αφαίρεση)