Θεραπεία

Το αρχικό βήμα για την αντιμετώπιση της νόσου είναι η Χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του όγκου. Στη συνέχεια η μετεγχειρητική θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει Ακτινοθεραπεία,  Χημειοθεραπεία, Ορμονοθεραπεία. Τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στην επιλογή της μετεγχειρητικής θεραπείας είναι:

  • Το στάδιο της νόσου και ο βαθμός κακοήθειας
  • Η κατάσταση των ορμονικών υποδοχέων και HER2 status
  • Η γονιδιακή έκφραση του όγκου
  • Η παρουσία γνωστών γονιδιακών μεταλλάξεων που θα μπορούσαν να καθορίσουν την έκβαση της νόσου
  • Η ηλικία και η γενική κατάσταση ασθενούς.

Χειρουργική αντιμετώπιση

Η χειρουργική αφαίρεση του όγκου παραμένει πρωταρχικής σημασίας για τη θεραπεία στην πλειονότητα των γυναικών με καρκίνο μαστού. Στον πρώιμο καρκίνο μαστού η χειρουργική διατήρηση του μαστού έχει αντικαταστήσει σε πολλές περιπτώσεις τη μαστεκτομή. Η χειρουργική διατήρηση του μαστού περιλαμβάνει αφαίρεση του όγκου ή τμήματος του μαστού και μικρού αριθμού λεμφαδένων (λεμφαδένας ή λεμφαδένες φρουροί), με αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση των μετεγχειρητικών επιπλοκών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, στις οποίες το αισθητικό αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό, η αφαίρεση του όγκου μπορεί να συνδυαστεί με τεχνικές αποκατάστασης για βελτίωση του αισθητικού αποτελέσματος (ογκοπλαστική).

Ένα ποσοστό γυναικών υποβάλλεται σε ριζική μαστεκτομή για προσωπικούς ή ιατρικούς λόγους. Γι’ αυτές τις ασθενείς οι χειρουργικές τεχνικές αποκατάστασης του μαστού έχουν αποδειχθεί ασφαλείς και προσφέρουν ικανοποιητικό αισθητικό αποτέλεσμα.

 

Χημειoθεραπεία

Η χημειoθεραπεία  καταστρέφει τα κύτταρα που έχουν μεταναστεύσει από τον αρχικό όγκο. Χορηγείται ενδοφλεβίως, με συνδυασμό 2-3 φαρμάκων, σε κύκλους θεραπειών χωρίς να απαιτείται εισαγωγή στο νοσοκομείο. Επειδή τα φάρμακα είναι χημικά έχουν δυσάρεστες παρενέργειες για τον οργανισμό κυρίως στο αίμα (πτώση αιματοκρίτη και λευκών), στο γαστρεντερικό σωλήνα (εμετοί), στα μαλλιά (πτώση) και στα νύχια (μαύρισμα) οι οποίες όμως σήμερα περιορίζονται με τη χορήγηση βοηθητικών φαρμακευτικών σκευασμάτων.

Ακτινοθεραπεία

Η ακτινοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί προεγχειρητικά με σκοπό την ελάττωση του μεγέθους του όγκου ή ως συμπλήρωμα των “συντηρητικών” χειρουργικών επεμβάσεων όπως η μερική μαστεκτομή ή σε ορισμένες περιπτώσεις ριζικής μαστεκτομής.

 

Ορμονική θεραπεία

Εάν στον όγκο υπάρχουν ορμονικοί υποδοχείς μπορεί να χρησιμοποιηθεί Ορμονοθεραπεία μόνη ή σε συνδυασμό με Χημειοθεραπεία και /ή Ακτινοθεραπεία. Συνήθως χορηγείται Ταmoxifen.

 

Νεότερα φάρμακα και θεραπείες

Οι στοχευμένες θεραπείες επιδρούν στις ειδικές γονιδιακές αλλαγές που εκφράζονται σε συγκεκριμένους υποτύπους καρκίνου μαστού. Ως αποτέλεσμα, επάγουν το θάνατο των καρκινικών κυττάρων ή την «ευαισθητοποίησή» τους στα συμβατικά κυτταροτοξικά φάρμακα. Η εξειδίκευση της θεραπείας του καρκίνου ανάλογα με τη γονιδιακή του ταυτότητα αποσκοπεί στην επίτευξη καλύτερου θεραπευτικού αποτελέσματος με μικρότερη βλάβη των υγιών ιστών, άρα και σε λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες.

 ΦΑΡΜΑΚΑ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΟ ΗΕR2: Το Her2 είναι μια πρωτεΐνη που συμμετέχει στον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων και βρίσκεται αυξημένη στην επιφάνεια των καρκινικών κυττάρων στο 20-30% των καρκίνων μαστού. Υπάρχουν δύο εγκεκριμένα φάρμακα που στοχεύουν την HER2 πρωτεΐνη, το transtuzumab (Herceptin) και το lapatinib (Τyverb). Μελέτες σε εξέλιξη δοκιμάζουν νεότερα φάρμακα, καθώς επίσης τη χρήση εμβολίου με στόχο την HER2 πρωτεΐνη.

 

Η θεραπεία των υποτροπών

Σε περίπτωση υποτροπής, πρέπει να προτείνεται νέα επέμβαση. Προτιμάται η μαστεκτομή. Σε περίπτωση μετάστασης, πρέπει να καταφεύγουμε σε γενικές θεραπείες για την αναχαίτιση της νόσου. Η θεραπεία εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες του όγκου. Δεν υπάρχει πραγματικά κανόνας. Όλα εξαρτώνται από το σημείο εκδήλωσης των μεταστάσεων, από τον αριθμό τους και από την απάντηση του καρκίνου στις θεραπείες. Όλα τα μέσα είναι αποδεκτά για την αντιμετώπιση των μεταστάσεων: χειρουργική επέμβαση, ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία και οι νέες βιοθεραπείες όπως το trastuzumab. Ορισμένες γυναίκες παρά τις μεταστάσεις, επιβιώνουν για πολλά χρόνια. Η διάθεση νέων θεραπειών όπως το bevacizumab, γεννά ελπίδες ενώ η έρευνα συνεχίζεται ενεργά.

 

Καρκίνος του μαστού: ποια παρακολούθηση μετά τη θεραπεία;

Η παρακολούθηση γίνεται κάθε 3 έως 4 μήνες τα δύο πρώτα χρόνια, έπειτα κάθε έξι μήνες έως το πέμπτο έτος και στη συνέχεια κατ’ έτος. Αυτή η παρακολούθηση περιλαμβάνει την κλινική εξέταση του στήθους (ψηλάφηση) και ετήσια μαστογραφία. Σε αυτές τις εξετάσεις ο γιατρός σας, θα προσθέσει αυτές που κρίνει χρήσιμες όπως εξετάσεις αίματος, υπερηχογράφημα κ.ά.