Υπερηχογράφημα Β επιπέδου

(πραγματοποιείται από την 20η έως την 24η εβδομάδα της κύησης)

 

Το υπερηχογράφημα δευτέρου επιπέδου γίνεται στις 20-23 εβδομάδες και περιλαμβάνει μία σειρά μετρήσεων για τον έλεγχο της ανάπτυξης και τον υπολογισμό του βάρους του εμβρύου, έλεγχο του πλακούντα, εκτίμηση του αμνιακού υγρού και αναλυτικό έλεγχο των οργάνων του εμβρύου για συγγενείς ανωμαλίες.

Ελέγχονται το κρανίο, ο εγκέφαλος, το πρόσωπο, η σπονδυλική στήλη, ο θώρακας, η καρδιά, η κοιλιά, οι νεφροί, η ουροδόχος κύστη, τα χέρια και τα πόδια. Με το αναλυτικό αυτό υπερηχογράφημα μπορούν να βρεθούν περίπου 70% των σοβαρών συγγενών ανωμαλιών.

Δυστυχώς κανένα υπερηχογράφημα, όσο αναλυτικό και πλήρες και αν είναι δεν μπορεί να αποκλείσει το σύνολο των ανωμαλιών ούτε να εγγυηθεί τη γέννηση ενός φυσιολογικού παιδιού.

Το έμβρυο ελέγχεται επίσης για δείκτες (σημάδια) χρωμοσωμικών ανωμαλιών. Περίπου τα μισά έμβρυα με σύνδρομο Down έχουν κάποιο δείκτη αν και τα περισσότερα έμβρυα με δείκτες είναι φυσιολογικά. Τα αποτελέσματα του υπερηχογραφήματος στις 11-14 εβδομάδες συνεκτιμούνται στον υπολογισμό της τελικής πιθανότητας για σύνδρομο Down.

Με το έγχρωμο υπερηχογράφημα Doppler ελέγχεται η ροή του αίματος στις μητριαίες αρτηρίες. Eάν οι αντιστάσεις στις μητριαίες αρτηρίες είναι αυξημένες αυξάνεται η πιθανότητα να αναπτύξει η μητέρα προ-εκλαμψία ή το έμβρυο να έχει μικρό βάρος. Περίπου μία στις τέσσερεις γυναίκες με αυξημένες αντιστάσεις θα έχουν τέτοια προβλήματα, ενώ στις υπόλοιπες η εγκυμοσύνη θα εξελιχθεί φυσιολογικά.

Εφόσον στο υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου βρεθούν αυξημένες αντιστάσεις συνιστάται τακτικός έλεγχος της αρτηριακής πίεσης της εγκύου και μηνιαίος υπερηχογραφικός έλεγχος του εμβρύου.

Τέλος στο υπερηχογράφημα Β’ επιπέδου μπορεί να μετρηθεί το μήκος του τραχήλου της μήτρας. Ο τράχηλος είναι το κατώτερο τμήμα της μήτρας που ανοίγει (διαστέλλεται) στον τοκετό. Η μέτρησή του γίνεται αξιόπιστα με διακολπικό υπερηχογράφημα.

Εάν ο τράχηλος έχει μικρύνει σημαντικά (μικρότερος από 15mm) αυξάνει ο κίνδυνος για πρόωρο τοκετό. Σε αυτή την περίπτωση ο γιατρός σας θα σας προτείνει την κατάλληλη θεραπεία για να μειωθεί η πιθανότητα αυτής της σοβαρής επιπλοκής. Τελευταίες μελέτες έχουν δείξει ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί να μειωθεί κατά 40% η συχνότητα του πολύ πρόωρου τοκετού