Φυσικές μέθοδοι

Βασίζονται στην περιοδικότητα των γόνιμων ημερών, στη διάρκεια ζωής του ωαρίου και των σπερματοζωαρίων και στο γεγονός ότι σε κάθε κύκλο συμβαίνει μια ωοθυλακιορρηξία, η οποία είναι δυνατό να αναγνωρισθεί από τη γυναίκα με την παρατήρηση ορισμένων σημείων και συμπτωμάτων.
Οι φυσικές μέθοδοι αντισύλληψης χρησιμοποιούνται από περίπου το 20-25% των ζευγαριών. Δεν αποτελούν αξιόπιστες αντισυλληπτικές μεθόδους, όμως σε πολλές περιπτώσεις ανταποκρίνονται σε ανάγκες που προέρχονται από θρησκευτικές πεποιθήσεις και ηθικούς λόγους.

 

Α. Μέθοδος ρυθμού (ημερολογιακή μέθοδος).

Είναι η απλούστερη και μάλλον η λιγότερο ασφαλής μέθοδος. Βασίζεται στον υπολογισμό των γόνιμων ημερών. Πριν από την εφαρμογή της μεθόδου είναι απαραίτητη η καταγραφή των κύκλων για διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών. Σε γυναίκες με σταθερό κύκλο η ωοθυλακιορρηξία συμβαίνει στο μέσο του κύκλο (π.χ. σε γυναίκα με κύκλο 28 ημερών, κατά τη 14 ημέρα). Σε γυναίκες με ασταθή κύκλο εφαρμόζεται ο κανόνας των Knaus και Ogina, όπου από το μεγαλύτερο κύκλο αφαιρούνται 18 ημέρες, για να καθοριστεί η πρώτη γόνιμη ημέρα και από το μικρότερο κύκλο 11 ημέρες για να καθοριστεί η πρώτη ασφαλής ημέρα.
Εναλλακτικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος των καθορισμένων ημερών. Σύμφωνα με αυτή συνίσταται αποχή από την 8η έως τη 19η ημέρα σε γυναίκες με κύκλο 26-32 ημερών. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της είναι ότι η γυναίκα δε θα πρέπει να έχει περισσότερους από 2 κύκλους το χρόνο εκτός των ορίων των 26-32 ημερών.

 

Β. Παρακολούθηση της θερμοκρασίας του σώματος.

Η θερμοκρασία του σώματος παρουσιάζει μικρές διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια του κύκλου. Μια μέρα πριν την ωορρηξία η θερμοκρασία του σώματος παρουσιάζει μικρή πτώση (0,2-0,4οC), ενώ μετά την ωορρηξία παρατηρείται μικρή αύξηση (0,4-0,5οC), η οποία διατηρείται μέχρι 2-3 ημέρες πριν από την περίοδο.
Δεν είναι αξιόπιστη μέθοδος καθώς η ωορρηξία αναγνωρίζεται αφού έχει ήδη συμβεί. Επιπλέον η θερμοκρασία του σώματος είναι δυνατό να επηρεαστεί από ποικίλους παράγοντες (ιώσεις, νυχτερινή εργασία κ.α.).

 

Γ. Έλεγχος των τραχηλικών εκκρίσεων (βλέννας).

Οι τραχηλικές εκκρίσεις παρουσιάζουν ορισμένες μεταβολές στη διάρκεια του κύκλου, λόγω της επίδρασης των ορμονών (οιστρογόνα, προγεστερόνη).
Συγκεκριμένα πριν την ωορρηξία το τραχηλικό έκκριμα αυξάνει σε ποσότητα και γίνετε διαυγές και ρευστό. Στη συνέχεια μειώνεται σε ποσότητα, γίνεται παχύρρευστο και θολερό. Οι μεταβολές αυτές μπορούν να γίνουν εύκολα αντιληπτές από την ίδια τη γυναίκα.
Όμως τόσο η παραγωγή όσο και τα χαρακτηριστικά της τραχηλικής βλέννας μπορούν να επηρεαστούν από διάφορες καταστάσεις, όπως παλιές επεμβάσεις στον τράχηλο (μείωση των τραχηλικών εκκρίσεων), φλεγμονές (τραχηλίτιδες), χρήση ενδοκολπικών σκευασμάτων (πλύσεις, σπερματοκτόνα, λιπαντικά, φάρμακα) ή μετά από σεξουαλική επαφή. Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου είναι μικρή.

 

Δ. Διακεκομμένη επαφή (απόσυρση).

Είναι η αρχαιότερη αντισυλληπτική μέθοδος. Ο άνδρας αποσύρεται από τον κόλπο πριν την εκσπερμάτιση. Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου είναι περιορισμένη και εξαρτάται από τον αυτοέλεγχο του άνδρα και την ικανότητα του να αποσυρθεί έγκαιρα.

 

Ε. Κολπικές πλύσεις.

Χρησιμοποιούνται κολπικές πλύσεις με ξύδι, νερό, ή διάφορα κολπικά αντισηπτικά με σκοπό την απομάκρυνση του σπέρματος από τον κόλπο μετά από τη σεξουαλική επαφή. Δεν είναι αξιόπιστη μέθοδος, καθώς το σπέρμα χρειάζεται πολύ λίγο χρόνο για να φτάσει στην τραχηλική βλέννη.
Η εφαρμογή της μεθόδου αυτής δε συνίσταται, επειδή εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία της γυναίκας. Είναι δυνατό να παρασυρθούν μικρόβια από τον κόλπο στον τραχηλικό αυλό και να οδηγήσουν στην ανάπτυξη πυελικής φλεγμονής.

 

ΣΤ. Συμπτωματοθερμική μέθοδος.

Πρόκειται για συνδυασμό των μεθόδων ρυθμού, καταγραφής της θερμοκρασίας και προσδιορισμού των γόνιμων ημερών. Είναι πολύπλοκη μέθοδος, όμως αν εφαρμοστεί σωστά έχει ικανοποιητικά αποτελέσματα.

 

Ζ. Θηλασμός.

Ο θηλασμός του βρέφους προκαλεί ορμονικές μεταβολές που έχουν σαν αποτέλεσμα ανωοθυλακιοηξία και αμηνόρροια. Κατά τους πρώτους 6 μήνες αποκλειστικού θηλασμού, η αντισυλληπτική προστασία είναι υψηλή. Στη συνέχεια ελαττώνεται σταδιακά.
Η αντισυλληπτική προστασία που προσφέρει ο θηλασμός ελαττώνεται σημαντικά όταν το μητρικό γάλα δεν αποτελεί την αποκλειστική τροφή του βρέφους.