Ενδομητρίωση

Ως ενδομητρίωση  χαρακτηρίζεται, η ανάπτυξη ενδομητρικού ιστού έξω από τη κοιλότητα της μήτρας και κατά κύριο λόγο στη περιοχή της ελάσσονος πυέλου: στις ωοθήκες, τους συνδέσμους της μήτρας, στο έντερο, στην ουροδόχο κύστη, στον τράχηλο αλλά και στο τοίχωμα της περιτοναϊκής κοιλότητας.
Έχουν περιγραφεί επίσης εστίες ενδομητρίωσης στον ομφαλό, στην ουλή λαπαροτομίας και περινεοτομίας, στον κόλπο  αλλά και σε πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπως θώρακα και περικαρδιακή κοιλότητα.

 

Αίτια ενδομητρίωσης

Ο μηχανισμός ανάπτυξης της ενδομητρίωσης είναι άγνωστος. Έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες για την γενεσιουργό αιτία της, αλλά όπως φαίνεται μέχρι στιγμής, η πιο αποδεκτή είναι εκείνη της κατευθείαν εμφύτευσης των ενδομητρικών κυττάρων στην ελάσσονα πύελο, μέσω της παλινδρόμησης του αίματος της εμμήνου ρύσεως δια των σαλπίγγων. Όμως παλίνδρομη εμμηνορρυσία παρατηρείται στις περισσότερες γυναίκες και σαφώς  δεν αναπτύσσουν όλες ενδομητρίωση.
Για το λόγο αυτό, οι έρευνες στράφηκαν στην υπόθεση, ότι υπάρχει μειωμένη απάντηση του ανοσολογικού συστήματος στις γυναίκες που αναπτύσσουν ενδομητρίωση, με αποτέλεσμα να μην καταστρέφονται τα κύτταρα του ενδομητρίου όταν αυτά βρίσκονται σε θέσεις εκτός της μήτρας.

 

Συμπτώματα της ενδομητρίωσης

Η ενδομητρίωση προσβάλλει συχνότερα τις γυναίκες ηλικίας 20-45 χρονών, και τα κλινικά συμπτώματα εξαρτώνται από τη θέση εντόπισης και τον βαθμό έκτασης της νόσου.
Η κλασική τριάδα των συμπτωμάτων είναι, η δυσμηνόρροια ή ο πόνος λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της περιόδου, η δυσπαρεύνια, δηλαδή, ο πόνος κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής και τέλος η υπογονιμότητα, όπου σε γυναίκες με ενδομητρίωση απαντάται σε ποσοστά 25-35%.

 

Διάγνωση της ενδομητρίωσης

Ορισμένα στοιχεία από το ιατρικό ιστορικό, όπως για παράδειγμα, η εμφάνιση της  δυσμηνόρροιας (πόνος στη περίοδο) μετά το 20ο έτος της ηλικίας, η ύπαρξη δυσπαρεύνιας και η υπογονιμότητα προσφέρουν σημαντική βοήθεια.
Η αμφίχειρη γυναικολογική εξέταση βοηθά και αυτή με τη σειρά της τον κλινικό ιατρό.
Το ενδοκολπικό υπερηχογράφημα, μπορεί να διακρίνει  μορφώματα των ωοθηκών, τα οποία ονομάζονται ενδομητριωσικές κύστες.
Η οριστική διάγνωση όμως, τίθεται με την μέθοδο της λαπαροσκόπησης , που είναι μια απλή χειρουργική διαδικασία επισκόπησης της κοιλιακής κοιλότητας, μέσα από οπτική κάμερα, η οποία διαπερνά τα κοιλιακά τοιχώματα από πολύ μικρή τομή στην περιοχή του ομφαλού, με άριστα αισθητικά αποτελέσματα.

 

Θεραπεία της ενδομητρίωσης

Η θεραπεία μπορεί να είναι φαρμακευτική, χειρουργική ή συνδυασμός των δυο. Αρχικά πρέπει να τεθεί η διάγνωση και να καθοριστεί η έκταση της νόσου. Στη συνεχεία θα αποφασισθεί το είδος της θεραπείας, το οποίο θα είναι ανάλογο με την ηλικία της ασθενούς, την έκταση της νόσου και την επιθυμία της για τεκνοποίηση.
Η φαρμακευτική θεραπεία εφαρμόζεται συνήθως σε  ασθενείς χωρίς εκτεταμένες εστίες. Η χειρουργική θεραπεία είναι συνήθως Λαπαροσκοπική και στοχεύει στην αφαίρεση ή καυτηρίαση των ορατών εστιών, την λύση των συμφύσεων και τέλος στην αποκατάσταση των ανατομικών σχέσεων.